Κρίσιμος παράγοντας για την αξιολόγηση μιας εγκατάστασης οδικού φωτισμού είναι μία πλειάδα κριτηρίων, φωτομετρικών, περιβαλλοντικών και ενεργειακών.
Άρθρο του κ. Ευάγγελου Νικόλαου Δ. Μαδιά*
Ο πρωταρχικός στόχος του οδοφωτισμού είναι η ασφάλεια στους δρόμους κατά τη διάρκεια των νυχτερινών ωρών. Η στάθμη του οδικού φωτισμού επιτρέπει στους χρήστες του δρόμου να αναγνωρίζουν άτομα, εμπόδια και πηγές κινδύνου, συμβάλλοντας στην εμπέδωση της οδικής ασφάλειας και στην αποφυγή ατυχημάτων. Ταυτόχρονα, ο οδικός φωτισμός είναι εξαιρετικά ενεργοβόρος, αφού εκτιμάται ότι καταναλώνει το 30-50% της συνολικής κατανάλωσης ενέργειας ενός Δήμου.
Ο σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει κριτήρια αξιολόγησης ποιότητας εγκαταστάσεων οδικού φωτισμού αναφορικά με την οπτική άνεση και ασφάλεια, την κατανάλωση ενέργειας και τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις του.
Τα κριτήρια με τα οποία δύναται να αξιολογηθεί μια εγκατάσταση οδικού φωτισμού ταξινομούνται σε φωτομετρικά, περιβαλλοντικά και ενεργειακά.
Φωτομετρικά κριτήρια
Η τεχνική έκθεση CΕΝ/TR 13201-1 αφορά την κατηγοριοποίηση των οδών και στην επιλογή της κατάλληλης κλάσης οδικού φωτισμού λαμβάνοντας υπόψη ως κριτήριο τις ειδικότερες συνθήκες φωτισμού, και περιλαμβάνει οδούς με κυκλοφορία οχημάτων, ποδηλάτων και πεζών. Περιλαμβάνει κάθε τύπο οδού, από δρόμους που χαρακτηρίζονται από ήπια κυκλοφορία μέχρι δρόμους υψηλού κυκλοφοριακού φορτίου. Περιλαμβάνει, επιπλέον, ποδηλατόδρομους, πεζόδρομους και περιοχές διασταύρωσης οδών διαφορετικών ή όμοιων χρηστών, όπως είναι λ.χ. πεζοδιαβάσεις, ισόπεδοι ή ανισόπεδοι κόμβοι, διασταυρώσεις κλπ.
Προκειμένου να προσδιοριστεί η κατάλληλη κλάση οδικού φωτισμού, η τεχνική Οδηγία CEN/TR 13201-1 ορίζει ένα σύστημα παραμέτρων για τη λεπτομερή περιγραφή όλων των τυπικών καταστάσεων φωτισμού στην οδική κυκλοφορία. Διάφορες παράμετροι φωτισμού, όπως είναιτα γεωμετρικά χαρακτηριστικά της οδού, η σύνθεση χρηστών της οδού, το κυκλοφοριακό φορτίο και οι περιβαλλοντικές επιδράσεις, χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό κλάσεων φωτισμού για τις οποίες καθορίζονται ποιοτικές και ποσοτικές απαιτήσεις.
Αναλυτικότερα, τα κριτήρια στα οποία βασίζεται η κατηγοριοποίηση των οδών και ο προσδιορισμός της κλάσης οδικού φωτισμού είναι τα εξής:
- Ταχύτητα σχεδιασμού ή όριο ταχύτητας.
- Κυκλοφοριακός φόρτος.
- Σύνθεση χρηστών.
- Διαχωρισμός κατευθύνσεων κυκλοφορίας.
- Πυκνότητα κόμβων.
- Σταθμευμένα οχήματα.
- Φωτισμός περιβάλλοντος.
- Αναγνώριση προσώπων.
- Δυσκολία οδήγησης.
Το πρότυπο EN 13201-2 παρέχει προδιαγραφές για τις διάφορες κλάσεις οδικού φωτισμού, οι οποίες καθορίζονται από το σύνολο φωτομετρικών απαιτήσεων που διαφοροποιούνται ανάλογα με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις των συγκεκριμένων χρηστών και τύπων οδών. Οι κλάσεις οδικού φωτισμού καθιστούν απλούστερες την ανάπτυξη και την εφαρμογή των προϊόντων οδοφωτισμού και τη συντήρησή τους στα κράτη-μέλη.
Η κλάση οδικού φωτισμού Μ (πίνακας 1) αφορά οδούς με μηχανοκίνητη κυκλοφορία με χαμηλή, μεσαία ή υψηλή ταχύτητα οδήγησης. Για την εκπλήρωση των κριτηρίων του προτύπου, πρέπει να επιτυγχάνεται η διατήρηση πέντε φωτομετρικών παραμέτρων, που είναι οι εξής:
- Ελάχιστη μέση τιμή λαμπρότητας του οδοστρώματος Lav(cd/m2).
- Ελάχιστη τιμή ομοιομορφίας Uo της λαμπρότητας του οδοστρώματος (με διαφορετικές ελάχιστες τιμές που αφορούν ξηρές και υγρές συνθήκες).
- Ελάχιστη τιμή διαμήκους ομοιομορφίας Ui της λαμπρότητας
- Μέγιστος δείκτης θάμβωσης fTI.
- Ελάχιστη τιμή του δείκτη φωτισμού των όμορων περιοχών της οδού REI.
Πίνακας 1: Προδιαγραφές οδοφωτισμού κλάσεων M [1].
Κλάση οδοφωτισμού | Lav(cd/m2) | Uo | Ui | TI | REI |
M1 | 2.00 | 0.40 | 0.70 | 10 | 0.35 |
M2 | 1.50 | 0.40 | 0.70 | 10 | 0.35 |
M3 | 1.00 | 0.40 | 0.60 | 15 | 0.30 |
M4 | 0.75 | 0.40 | 0.60 | 15 | 0.30 |
M5 | 0.50 | 0.35 | 0.40 | 15 | 0.30 |
M6 | 0.30 | 0.35 | 0.40 | 20 | 0.30 |
Οι κλάσεις οδικού φωτισμού C (πίνακας 2) αφορούν περιοχές κινδύνου, δηλαδή σε περιοχές στις οποίες αυξάνεται ο κίνδυνος σύγκρουσης μεταξύ μηχανοκίνητων οχημάτων, ποδηλάτων, πεζών κλπ. Πρόκειται δηλαδή για περιοχές με περίπλοκες κυκλοφοριακές συνθήκες.
Σε αυτές περιλαμβάνονται διασταυρώσεις, κυκλικοί κόμβοι, περιοχές στις οποίες μειώνεται το συνολικό πλάτος της οδού ή μειώνεται το πλήθος των λωρίδων κυκλοφορίας ή το πλάτος τους. Κρίσιμη φωτομετρική παράμετρος για κλάσεις φωτισμού C είναι η οριζόντια μέση ένταση φωτισμού στο οδόστρωμα και η ομοιομορφία της έντασης φωτισμού.
Πίνακας 2: Προδιαγραφές οδοφωτισμού κλάσεων C [1].
Κλάση οδοφωτισμού | E(lx) | Uo |
C0 | 50.00 | 0.40 |
C1 | 30.00 | 0.40 |
C2 | 20.00 | 0.40 |
C3 | 15.00 | 0.40 |
C4 | 10.00 | 0.40 |
C5 | 7.50 | 0.40 |
Οι οδοί των κλάσεων οδικού φωτισμού P (πίνακας 3) προορίζονται για πεζούς και ποδηλάτες σε πεζόδρομους, ποδηλατόδρομους ή οδούς που χαρακτηρίζονται από μεικτή χρήση και ήπια κυκλοφορία. Οι κρίσιμες φωτομετρικοί παράμετροι για τις κλάσεις οδικού φωτισμού Ρ περιλαμβάνουν την ελάχιστη διατηρούμενη μέση ένταση φωτισμού στο οδόστρωμα και την επίτευξη μιας ελάχιστης έντασης φωτισμού. Σε περιπτώσεις που απαιτείται αναγνώριση προσώπων, απαιτούνται και επιπλέον παράμετροι όπως είναι η μέση τιμή της κάθετης (Ev) και της ημικυλινδρικής έντασης φωτισμού (Esc).
Πίνακας 3: Προδιαγραφές οδοφωτισμού κλάσεων P [1].
Κλάση οδοφωτισμού | E(lx) | Emin(lx) | Ev(lx) | Esc(lx) |
P1 | 15.0 | 3.00 | 5.00 | 5.00 |
P2 | 10.0 | 2.00 | 3.00 | 2.00 |
P3 | 7.50 | 1.50 | 2.50 | 1.50 |
P4 | 5.00 | 1.00 | 1.50 | 1.00 |
P5 | 3.00 | 0.60 | 1.00 | 0.60 |
P6 | 2.00 | 0.40 | 0.60 | 0.20 |
P7 | Δεν έχουν οριστεί |
Η τεχνική έκθεση CΕΝ/TR 13201-1 δίνει τη δυνατότητα για μεταβολή της κλάσης φωτισμού στις περιπτώσεις που μεταβάλλεται το βάρος των κριτηρίων κατά τη διάρκεια λειτουργίας και το σύστημα οδοφωτισμού λειτουργεί.
Συνεπώς, για το χρονικό διάστημα που μεταβάλλονται τα βάρη των κριτηρίων κατηγοριοποίησης, η οδός ταξινομείται σε χαμηλότερη κλάση φωτισμού. Κατ’ αυτόν τον τρόπο σχεδιάζεται μια εγκατάσταση προσαρμοστικού φωτισμού, η οποία καθιστά δυνατή τη ρύθμιση της φωτεινής ροής των φωτιστικών σωμάτων επιτυγχάνοντας αφενός εξοικονόμηση ενέργειας και αφετέρου πολλαπλές στάθμες φωτισμού, οι οποίες ανταποκρίνονται τοπικά και χρονικά στις ανάγκες οδοφωτισμού.
Η μέγιστη κλάση οδικού φωτισμού στην οποία κατηγοριοποιείται μία οδός συνιστά την ονομαστική κλάση φωτισμού, ενώ οι χαμηλότερες κλάσεις που επιλέγονται για ορισμένα χρονικά διαστήματα ονομάζονται «κλάσεις προσαρμοστικού φωτισμού» [1].
Ειδική μνεία απαιτεί το φαινόμενο της θάμβωσης, το οποίο είναι κρίσιμης σημασίας όχι μόνο για τις εγκαταστάσεις φωτισμού εσωτερικών χώρων αλλά και εξωτερικών, όπως είναι οι εγκαταστάσεις οδικού φωτισμού.
Η θάμβωση είναι ένα φαινόμενο που προκαλείται από εξαιρετικά φωτεινές πηγές ή από έντονες αντιθέσεις λαμπρότητας στο οπτικό πεδίο. Εξαρτάται άμεσα από τη λαμπρότητα μιας φωτεινής πηγής ή επιφάνειας, αλλά και από άλλες παραμέτρους, όπως είναι η αντίθεση λαμπρότητας στο οπτικό πεδίο του παρατηρητή, η ηλικία, τα προβλήματα όρασης κλπ.
Διακρίνεται σε θάμβωση ανικανότητας (disability glare) ή σε θάμβωση οπτικής δυσφορίας (discomfort glare). H θάμβωση ανικανότητας ή φυσιολογική θάμβωση έχει ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση της όρασης του παρατηρητή (λ.χ. θάμβωση εξαιτίας υψηλής στάθμης φυσικού φωτισμού εντός του οπτικού πεδίου). Η θάμβωση οπτικής δυσφορίας αφορά τις περιπτώσεις που προκαλείται οπτική δυσφορία χωρίς όμως να παρεμποδίζεται σημαντικά η όραση.
Η θάμβωση διακρίνεται επίσης σε άμεση θάμβωση και σε έμμεση ή ανακλώμενη θάμβωση, που οφείλεται σε ανακλάσεις. Δεδομένου ότι η θάμβωση ανικανότητας μειώνει την ικανότητα οπτικής αντίληψης, δύναται να επηρεάσει αρνητικά σημαντικές οπτικές εργασίες κατά την οδήγηση, όπως είναι ο εντοπισμός κρίσιμων αντικειμένων ή εμποδίων, καθώς και η αξιολόγηση περιοχών κινδύνου, προκαλώντας δυνητικούς κίνδυνους για τους χρήστες του οδικού δικτύου.
Τα φωτιστικά δρόμου LED χαρακτηρίζονται από πολύ υψηλή στάθμη λαμπρότητας, με αποτέλεσμα την πρόκληση υψηλής θάμβωσης. Για το λόγο αυτό, εξοπλίζονται με κατάλληλα οπτικά εξαρτήματα, όπως είναι διαχύτες προς αποφυγή αυτού του φαινομένου.
Κρίσιμο ρόλο διαδραματίζει και ο σωστός σχεδιασμός των εγκαταστάσεων οδικού φωτισμού, οι οποίες πρέπει να σχεδιάζονται κατά τρόπο, ώστε να αποφεύγονται τόσο η ανομοιομορφία λαμπρότητας στο επίπεδο του οδοστρώματος όσο και η συνεχής μεταβολή της στάθμης φωτισμού που δύναται να προκαλέσει κόπωση στους οδηγούς, ιδίως σε μεγάλες οδικές αρτηρίες.
Το ευρωπαϊκό Πρότυπο EN 13201-2 ταξινομεί τα φωτιστικά δρόμου σε 6 κλάσεις (G1 έως G6) με κριτήριο τη μέγιστη στάθμη της φωτεινής έντασης σε συγκεκριμένες γωνίες, με στόχο τον περιορισμό της θάμβωσης ανικανότητας. Όσο αυξάνεται η κλάση από G1 σε G6, τόσο μειώνονται τα επίπεδα φωτεινής έντασης και η θάμβωση.
Πέραν των κλάσεων G, το Πρότυπο, έχοντας ως στόχο την ελαχιστοποίηση της θάμβωσης δυσφορίας, προβλέπει την κατηγοριοποίηση των φωτιστικών δρόμου σε 7 κλάσεις (D0 έως D6) χρησιμοποιώντας ως κριτήριο το δείκτη θάμβωσης. Φωτιστικά που ανήκουν στις υψηλότερες κλάσεις (D4-D6) χαρακτηρίζονται από χαμηλότερη θάμβωση δυσφορίας.
Περιβαλλοντικά κριτήρια
Η φωτορύπανση ορίζεται από τη Διεθνή Επιτροπή Φωτισμού (CIE) ως το σύνολο των αρνητικών επιπτώσεων του φωτός [2]. Είναι το αποτέλεσμα της υπερβολικής, ενοχλητικής και ακατάλληλης χρήσης του φωτισμού, και έχει ως αποτέλεσμα κατά τις νυχτερινές ώρες η στάθμη του τεχνητού φωτισμού να είναι πολύ υψηλότερη από αυτή που κανονικά απαντάται στη φύση.
Έτσι λοιπόν, ο ακατάλληλος σχεδιασμός και η εσφαλμένη υλοποίηση του φωτισμού κυρίως σε εγκαταστάσεις φωτισμού εξωτερικών χώρων (όπως είναι ο οδικός φωτισμός και ο φωτισμός προσόψεων κτιρίων, των αθλητικών εγκαταστάσεων, των εμπορικών καταστημάτων και των διαφημιστικών επιγραφών) δύνανται να προκαλέσουν φωτεινή ρύπανση. Η φωτορύπανση μπορεί να εμφανιστεί με τις παρακάτω μορφές:
- Παρείσφρηση φωτός (light trespass): Μη επιθυμητή διείσδυση του φωτός σε ιδιοκτησίες ή οικοσυστήματα.
- Θάμβωση (glare): Υπερβολική λαμπρότητα που προκαλεί μείωση της ορατότητας ή οπτική δυσφορία.
- Αύξηση στάθμης λαμπρότητας στο νυχτερινό ουρανό (skyglow) λόγω τεχνητού φωτισμού πάνω από κατοικημένες περιοχές.
Η φωτορύπανση δεν επηρεάζει μόνο την ικανότητά μας να παρατηρούμε ανεμπόδιστα το νυχτερινό ουρανό ή να απολαμβάνουμε φυσικά νυχτερινά τοπία, αλλά επιδρά και στις φυσιολογικές λειτουργίες του ανθρώπινου οργανισμού, κυρίως μέσω της διατάραξης του κιρκάδιου ρυθμού.
Οι αρνητικές επιπτώσεις της φωτορύπανσης επεκτείνονται και στο περιβάλλον, αφού διαταράσσεται ο φυσικός ρυθμός εναλλαγής φωτός και σκότους και οι φυσιολογικές λειτουργίες σε ζώα και έντομα. Όπως και στους ανθρώπους, η φωτεινή ρύπανση διαταράσσει τον κιρκάδιο ρυθμό και στα υπόλοιπα έμβια όντα. Επιπλέον, υψηλά επίπεδα φωτισμού κατά τις νυχτερινές ώρες δύνανται να έλξουν ορισμένα είδη οδηγώντας στην εξάλειψή τους (είτε διότι παγιδεύονται είτε διότι αποτελούν εύκολη λεία για τους φυσικούς θηρευτές τους) ή, αντίθετα, να απωθήσουν άλλα έμβια όντα από το φυσικό τους περιβάλλον και τις περιοχές τροφοληψίας τους.
Για τον περιορισμό της φωτορύπανσης και ειδικότερα της ανεπιθύμητης παρείσφρησης του φωτός σε όμορες ιδιοκτησίες, καθώς και του φαινομένου “skyglow”, προτείνεται η χρήση φωτιστικών σωμάτων με μηδενική κλίση και με μηδενική φωτεινή εκπομπή στο άνω ημισφαίριο.
Ειδικότερα, συνίσταται η χρήση φωτιστικών που ανήκουν στις κλάσεις G4 και G5, δηλαδή χαρακτηρίζονται από μηδενική εκπομπή φωτός σε γωνίες άνω των 95 μοιρών, καθώς και φωτιστικών που ανήκουν στην κλάση G6, δηλαδή έχουν μηδενική εκπομπή φωτός στο άνω ημισφαίριο.
Βέβαια, η χρήση των φωτιστικών σωμάτων που ανήκουν στις προαναφερθείσες κλάσεις δεν συνεπάγεται και την εξάλειψη του φαινομένου της φωτεινής ρύπανσης, καθώς ένα μέρος του φωτός που εκπέμπεται από τα φωτιστικά σώματα ανακλάται από το οδόστρωμα και τον περιβάλλοντα χώρο.
Επιπλέον, αναφορικά με τη φασματική εκπομπή του φωτιστικού, συνιστάται η χρήση φωτεινών πηγών με συσχετισμένη θερμοκρασία χρώματος (CCT) περί τους 3.000Κ. Αυτό διότι οι φωτεινές πηγές που έχουν υψηλή θερμοκρασία χρώματος, καθώς και φασματική κατανομή ισχύος που λαμβάνει υψηλές τιμές σε χαμηλά μήκη κύματος του ορατού φάσματος, επιδρούν αρνητικά στον κιρκάδιο ρυθμό του ανθρώπου αναστέλλοντας την έκκριση της μελατονίνης, ενώ αντίστοιχη αρνητική επίδραση έχουν και στον κιρκάδιο ρυθμό των υπόλοιπων έμβιων όντων [1].
Ενεργειακά κριτήρια
Το πρότυπο EN 13201-5 περιγράφει δύο δείκτες για την αξιολόγηση της καταναλισκόμενης ενέργειας σε μια εγκατάσταση οδικού φωτισμού: το δείκτη πυκνότητας ισχύος Dp μετρούμενο σε W/(lx m2) και το δείκτη ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας DE μετρούμενο σε (W h)/m2. Οι δείκτες αυτοί πρέπει πάντα να χρησιμοποιούνται από κοινού για την αξιολόγηση της ενεργειακής απόδοσης μιας εγκατάστασης οδικού φωτισμού.
Ο δείκτης πυκνότητας ισχύος καθιστά δυνατή τη σύγκριση διαφορετικών διατάξεων και τεχνολογιών για το ίδιο έργο οδοφωτισμού. Για τον υπολογισμό του σε μια εγκατάσταση οδικού φωτισμού απαιτούνται οι ακόλουθες παράμετροι:
- Η συνολική καταναλισκόμενη ισχύς του συστήματος P του συστήματος φωτισμού (είτε ολόκληρης της εγκατάστασης οδικού φωτισμού είτε ενός αντιπροσωπευτικού τμήματος αυτής). Η παράμετρος αυτή περιλαμβάνει την καταναλισκόμενη ισχύ τόσο των επιμέρους φωτιστικών σωμάτων (φωτεινών πηγών και συσκευών έναυσης όπως LED driver) όσο και των συσκευών που δεν είναι εγκατεστημένες σε κάθε φωτιστικό σώμα αλλά είναι απαραίτητες για τη λειτουργία ή τον έλεγχο μιας εγκατάστασης οδικού φωτισμού (όπως είναι π.χ. το κεντρικό σύστημα ελέγχου).
- Η διατηρούμενη μέση οριζόντια ένταση φωτισμού E (σε lx) κάθε υποπεριοχής της εγκατάστασης οδικού φωτισμού καθώς και τα γεωμετρικά στοιχεία αυτής. Εξαιρούνται οι περιφερειακές λωρίδες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της ταχύτητας πτώσης της φωτεινότητας πέραν του οδοστρώματος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δείκτης πυκνότητας ισχύος πρέπει να υπολογίζεται όχι μόνο για την ονομαστική κλάση φωτισμού αλλά και για τις κλάσεις προσαρμοστικού φωτισμού.
Για τον υπολογισμό του χρησιμοποιείται ο εξής μαθηματικός τύπος:
in W/(lx m2)
P: καταναλισκόμενη ισχύς
: μέση διατηρούμενη ένταση φωτισμού
: φωτιζόμενη επιφάνεια οδοστρώματος
n: πλήθος φωτιζόμενων υποπεριοχών.
Για να συγκριθούν οι διαφορές στην κατανάλωση ενέργειας μεταξύ δύο διαφορετικών διατάξεων, όχι μόνο για μία συγκεκριμένη κλάση οδικού φωτισμού αλλά για ολόκληρο το έτος λειτουργίας, είναι απαραίτητο να υπολογιστεί ο δείκτης ετήσιας ενεργειακής κατανάλωσης (DE). Για το σκοπό αυτό, είναι απαραίτητο να διαιρεθεί το έτος σε χωριστές περιόδους λειτουργίας. O δείκτης ετήσιας ενεργειακής κατανάλωσης υπολογίζεται από τον ακόλουθο μαθηματικό τύπο:
in (Wh)/ m2
Pj: συνολική καταναλισκόμενη ισχύς από το σύστημα φωτισμού σε μία χρονική περίοδο j
tj: διάρκεια της j περιόδου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας
A: φωτιζόμενη επιφάνεια οδοστρώματος
m: πλήθος φωτιζόμενων υποπεριοχών.
Συμπεράσματα
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν, ο άρτιος σχεδιασμός μιας εγκατάστασης οδικού φωτισμού βασίζεται σε πλειάδα κριτηρίων, φωτομετρικών, περιβαλλοντικών και ενεργειακών. Κρίσιμος παράγοντας για τη σωστή αξιολόγηση ενός συστήματος οδικού φωτισμού και για την ποσοτικοποίηση των ανωτέρω κριτηρίων είναι οι μετρήσεις των φωτιστικών σωμάτων που θα χρησιμοποιηθούν.
Ειδικότερα, πριν από την εγκατάσταση των φωτιστικών σωμάτων που θα χρησιμοποιηθούν, είναι μείζονος σημασίας η διενέργεια εργαστηριακών μετρήσεων ώστε να καθίσταται δυνατή η συμμόρφωση με τα εναρμονισμένα ευρωπαϊκά Πρότυπα και τις παρακάτω ευρωπαϊκές Οδηγίες:
- Low Voltage Directive (2014/35/EU).
- Ecodesign Directive (2009/125/EC).
- Electromagnetic Compatibility Directive (2014/30/EU).
Κατά αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται ο ακριβής προσδιορισμός των φωτομετρικών, φασματικών και ηλεκτρικών παραμέτρων κάθε φωτιστικού σώματος, καθώς και η σύγκριση μεταξύ διαφορετικών κατασκευαστών.
Πέραν των εργαστηριακών μετρήσεων, πριν την εγκατάσταση χρήσιμη είναι και η διενέργεια εργαστηριακών μετρήσεων με τυχαία επιλογή δειγμάτων φωτιστικών σωμάτων μετά την εγκατάστασή τους, ώστε να διασφαλιστεί η αξιοπιστία των προδιαγραφών τους [3].
Προς την κατεύθυνση της άρτιας αξιολόγησης του οδικού φωτισμού σημαντική κρίνεται και η διενέργεια επιτόπιων μετρήσεων (σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στο ευρωπαϊκό Πρότυπο EN 13201-3 και EN 13201-4) των φωτομετρικών μεγεθών (λαμπρότητας ή έντασης φωτισμού), καθώς και των ηλεκτρικών παραμέτρων της εγκατάστασης.
Βιβλιογραφία
[1] Τεχνική Οδηγία Τ.Ε.Ε. (2018): «Σχεδιασμός και έλεγχος εγκαταστάσεων οδικού φωτισμού».
[2] CIE S 017:2020 ILV: International lighting vocabulary, 2nd edition.
[3] L.T. Doulos, I. Sioutis, P. Kontaxis, G. Zissis, K. Faidas (2019): A decision support system for assessment of street lighting tenders based on energy performance indicators and environmental criteria: Overview, methodology and case study, sustainable cities and society.
*Ο κ. Ευάγγελος – Νικόλαος Δ. Μαδιάς είναι διπλωματούχος ηλεκτρολόγος μηχανικός & μηχανικός υπολογιστών ΕΜΠ, MSc, υποψήφιος διδάκτορας ΕΜΠ.