Παρασκευή, 24 Ιανουαρίου, 2025

ΑρχικήΣαλόνι ΦωτισμούΠαράμετροι που καθορίζουν την ορθή χρήση των φωτιστικών οροφής σε επαγγελματικούς χώρους

Παράμετροι που καθορίζουν την ορθή χρήση των φωτιστικών οροφής σε επαγγελματικούς χώρους

Οι μελετητές φωτισμού πρέπει να μεριμνούν για την ορθή χρήση των φωτιστικών οροφής σε επαγγελματικούς χώρους, με στόχο τη δημιουργία υγιούς και ευχάριστης ατμόσφαιρας για τους εργαζομένους.

Άρθρο του κ. Λάμπρου Δούλου*

Τα τελευταία χρόνια η επιστήμη του φωτισμού έχει προχωρήσει με ταχείς ρυθμούς. Παρ’ όλα αυτά υπάρχει ένα μεγάλο κενό ανάμεσα στη γνώση που έχει κατακτηθεί από την επιστημονική κοινότητα και στους μελετητές φωτισμού που πραγματοποιούν μελέτες φωτισμού σε επαγγελματικούς χώρους.

Η βασική ανάγκη φωτισμού στους χώρους αυτούς καλύπτεται συνήθως από τα φωτιστικά οροφής, είτε αυτά είναι χωνευτά (αν υπάρχει ψευδοροφή), είτε επικαθήμενα, είτε με κρέμαση (αν οι χώροι εφαρμογής έχουν μεγαλύτερα ύψη από το τυπικό ύψος των 2,8m). Παρότι υπάρχουν θεωρητικά απλές αρχές για τη χρήση των φωτιστικών οροφής και συγκεκριμένα βήματα για να βεβαιωθεί ο μελετητής ότι ο φωτισμός που σχεδίασε δημιουργεί μια υγιή και ευχάριστη ατμόσφαιρα, υπάρχουν αρκετές παράμετροι σχεδιασμού που αγνοούνται συστηματικά και εξειδικεύουν τελικά το σχεδιασμό φωτισμού των επαγγελματικών χώρων.

Κατανομή φωτισμού

Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα στην επιλογή του φωτιστικού σώματος οροφής είναι η κατανομή της φωτεινής έντασης στο χώρο. Στον Κανονισμό Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (ΚΕΝΑΚ) υπάρχουν περιορισμοί της κατανομής του φωτισμού, για τον περιορισμό της υπερβολικής κατανάλωσης,  της θάμβωσης και του επηρεασμού του κιρκάδιου ρυθμού. Ένας επιπλέον περιορισμός είναι αυτός που αφορά το μέγιστο ή ελάχιστο ύψος στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί το φωτιστικό σώμα.

Στον ΚΕΝΑΚ, μέσω της Τεχνικής Οδηγίας του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΟΤΕΕ) 20701-1 του 2017, υπάρχει περιορισμός και στην αλόγιστη χρήση του έμμεσου φωτισμού, και αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής: «Στο φωτισμό των γραφείων προτείνεται περιορισμός των φωτιστικών σωμάτων με μη αποδοτική κατανομή φωτισμού. Το 70% της φωτεινής ροής πρέπει να κατευθύνεται προς τα κάτω, στην επιφάνεια εκτέλεσης εργασίας».

Βέβαια ο φωτισμός των γραφείων δεν πρέπει να εστιάζει μόνο στην επιφάνεια εργασίας, γιατί αυτό μπορεί να δημιουργήσει το λεγόμενο φαινόμενο «σπηλαίου», ειδικά σε ψηλοτάβανους χώρους, με αποτέλεσμα να υπάρχουν «ζοφεροί» χώροι γραφείων και νυσταγμένοι εργαζόμενοι.

Γι’ αυτόν το λόγο μπορεί να υπάρχει και μια έμμεση συνιστώσα φωτισμού, αλλά με μικρότερα ποσοστά φωτισμού προς τα άνω, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως το φωτιστικό σώμα είναι πιο κοντά στην οροφή. Ένας ορθά κατανεμημένος φωτισμός, με τον κατάλληλο συνδυασμό κατακόρυφου και οριζόντιου φωτισμού, θα συμβάλλει στη δημιουργία ενός περιβάλλοντος όπου οι εργαζόμενοι θα μπορούν να αισθάνονται άνετα και να είναι σε εγρήγορση.

Σχήμα 1. Κατανομές φωτεινής έντασης με έμμεση συνιστώσα φωτισμού. Μόνο η αριστερή περίπτωση είναι α) έγκυρη για φωτισμό γραφείων σύμφωνα με τον ισχύοντα ΚΕΝΑΚ και β) η ενεργειακά αποδοτικότερη, αφού το μεγαλύτερο ποσό της αξιοποιήσιμης φωτεινής ροής κατευθύνεται προς την επιφάνεια εργασίας.

Επίδραση στον κιρκάδιο ρυθμό

Όσοι μελετητές αναφέρονται στον ανθρωποκεντρικό φωτισμό, τον ταυτίζουν με την επιλογή της συσχετισμένης θερμοκρασίας χρώματος. Στην πραγματικότητα όμως, αυτό που καθορίζει το πόσο καλά θα ανταποκριθεί ο φωτισμός στις βιολογικές ανάγκες του ανθρώπου είναι κατά κύριο λόγο το φάσμα εκπομπής του φωτιστικού σώματος αλλά και η κατανομή του φωτισμού προς τα μάτια του χρήστη.

Ενώ είναι ήδη γνωστές οι συνθήκες του ανθρωποκεντρικού φωτισμού με την κατάλληλη επιλογή φάσματος ανάλογα με τη χρονική στιγμή της ημέρας (TOTEE 20701-7 Τεχνητός και φυσικός φωτισμός κτιρίων), οι μελετητές δεν λαμβάνουν υπόψη τους καθόλου την κατανομή φωτισμού για τη μεγιστοποίηση του κιρκάδιου ερεθίσματος. Σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει να επιλέγονται φωτιστικά σώματα με πιο ανοιχτή δέσμη φωτισμού, έτσι ώστε ένα σημαντικό μέρος του φωτισμού να κατευθύνεται προς τα μάτια τους.

Σχήμα 2. Η χρήση του κατάλληλου φάσματος εκπομπής στους χώρους των γραφείων, ανάλογα με τη χρονική στιγμή, μπορεί είτε να εναρμονιστεί στο βιολογικό ρυθμό του χρήστη είτε να επιλεγεί με βάση το αισθητικό κριτήριο του μελετητή, ενώ θα έπρεπε να λαμβάνεται υπόψη και η ευεξία των χρηστών.

Θάμβωση

Δυστυχώς όμως, ενώ σύμφωνα με τις τεχνικές επίτευξης των κατάλληλων συνθηκών ανθρωποκεντρικού φωτισμού, χρειαζόμαστε περισσότερο κάθετο φωτισμό προς τα μάτια του χρήστη, αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις συνθήκες οπτικής άνεσης των χρηστών. Για την αποφυγή δυσάρεστων οπτικών συνθηκών ως προς το χρήστη και τη θάμβωση, θα πρέπει να αποφεύγεται ο άμεσος κάθετος φωτισμός προς τον χρήστη.

Προς το παρόν αφού τα υποχρεωτικά όρια αναφέρονται μόνο στους δείκτες της θάμβωσης, ο μελετητής θα πρέπει πρώτα να συμμορφωθεί με την επίτευξη χαμηλών τιμών θάμβωσης και σε δεύτερο χρόνο με την επίτευξη του κιρκάδιου ερεθίσματος.

Δέσμη φωτιστικού σώματος

Στο παρελθόν, ο φωτισμός γραφείου εστιαζόταν μόνο στο φωτισμό προς την επιφάνεια εργασίας, που συνήθως σήμαινε φωτισμό των επιφανειών του γραφείου και αποφυγή της αντανάκλασης στις οθόνες. Πλέον, εκτός από τον καθορισμό των περιοχών εργασίας και των περιμετρικών ζωνών τους, υπάρχει και ο «κυλινδρικός φωτισμός» ως ένα επιπλέον κριτήριο σχεδιασμού.

Ο φωτισμός των γραφείων θα πρέπει να μας επιτρέπει να βλέπουμε καθαρά τα πρόσωπα των άλλων. Οι βασικοί παράγοντες εκτός από τον κυλινδρικό φωτισμό, που πλέον αποτελεί υποχρέωση με τη νέα έκδοση του ΕΝ 12464-1 του 2021, είναι η μοντελοποίηση του προσώπου και η καλή απόδοση χρωμάτων.

Το ευρωπαϊκό πρότυπο καθορίζει πλέον την τιμή των 150lx στον κυλινδρικό φωτισμό, στο ύψος του κεφαλιού για τις περισσότερες περιπτώσεις. Επιπλέον, εισάγει το δείκτη μοντελοποίησης ως πρόταση και όχι ως υποχρέωση, με το λόγο του κυλινδρικού φωτισμού ως προς τον οριζόντιο να κυμαίνεται μεταξύ 0,3 και 0,6. Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον όπου ο χρήστης μπορεί να αισθάνεται άνετα, να παρουσιάζεται στους άλλους χρήστες χωρίς σκιές, να βλέπει τον συνεργάτη του καθαρά, καθώς επίσης να αντιλαμβάνεται τις εκφράσεις, τη διάθεση και τη γλώσσα του σώματος των συναδέλφων του.

Επιπλέον, με βάση τις δυο νέες προσθήκες του προτύπου, μπορεί να εξασφαλίζεται ότι με έμμεσο τρόπο θα φτάνει ικανοποιητικός φωτισμός στα μάτια των χρηστών για να τους κρατήσει σε εγρήγορση, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω για το απαραίτητο κιρκάδιο ερέθισμα.

Ύψος τοποθέτησης

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα είναι το ύψος στο οποίο θα αναρτηθούν τα κρεμαστά φωτιστικά στους ψηλοτάβανους χώρους γραφείων. Εκεί η επιλογή της κατάλληλης δέσμης είναι ακόμα πιο καθοριστική σε σύγκριση με τον τρόπο που κατανέμεται στο χώρο. Συνήθως στους ψηλοτάβανους χώρους γίνεται χρήση στενότερης δέσμης σε σχέση με τους χαμηλοτάβανους χώρους. Στην περίπτωση των αναρτώμενων φωτιστικών σωμάτων θα πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή, καθώς κάθε φωτιστικό σώμα, ανάλογα με τη δέσμη του, έχει και διαφορετικό κατώφλι ανάρτησης. Αν, για παράδειγμα, τοποθετηθεί σε χαμηλότερα ύψη από αυτά που «ταιριάζουν» στη δέσμη του, τότε διακυβεύεται η επίτευξη των συνθηκών ομοιομορφίας του φωτισμού.

Σχήμα 3. Συνδυασμός επιλογής δέσμης φωτιστικού σώματος και απόστασης τοποθέτησης του φωτιστικού σώματος από την επιφάνεια εργασίας, με σκοπό την αποδοτικότερη χρήση του συστήματος φωτισμού (πηγή εικόνας: IES Handbook).

Συνηθισμένα λάθη μελετητών

Η πλειοψηφία των μελετητών τα τελευταία χρόνια προδιαγράφει φωτιστικά σώματα γραφείων με φάσμα εκπομπής που αντιστοιχεί σε συσχετισμένη θερμοκρασία χρώματος 3.000Κ. Προφανώς δίνουν βαρύτητα μόνο στο αισθητικό κριτήριο σχεδιασμού, δίνοντας μεν έναν πιο οικείο τόνο στο χώρο των γραφείων, αλλά παραμελώντας πλήρως την υγεία των χρηστών και δημιουργώντας ένα υποτονικό περιβάλλον.

Για την αντιστάθμιση της συγκεκριμένης επιλογής ο μελετητής θα έπρεπε να αυξήσει τα επίπεδα φωτισμού, οδηγώντας εντέλει τον πελάτη του σε έναν ενεργοβόρο σχεδιασμό και πιθανότητα σε μη συμμόρφωση με τον ενεργειακό σχεδιασμό και τον ΚΕΝΑΚ.

Οπότε τελικά θα πρέπει ο σχεδιασμός να εστιάζει στον ανθρωποκεντρικό φωτισμό και κατά συνέπεια στην ευεξία των χρηστών ή να πραγματοποιείται με βάση το αισθητικό κριτήριο και μόνο;

Αρκετοί μελετητές δεν χρησιμοποιούν ορθά τον πίνακα με τους δείκτες θάμβωσης του φωτιστικού σώματος που επιλέγουν, και τοποθετούν τα φωτιστικά σώματα οροφής κάθετα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μεγιστοποιείται η πραγματική θάμβωση στο χώρο, καθώς οι πίνακες της θάμβωσης αφορούν τοποθέτηση του φωτιστικού στην οροφή και όχι σε κατακόρυφη θέση.

Όσον αφορά τη διαστασιολόγηση της εγκαταστημένης ισχύος των φωτιστικών σωμάτων και παρότι συχνά παρατηρείται υπερφωτισμός στα αποτελέσματα των μελετών, οι μελετητές δεν προβαίνουν σε επανεξέταση της επιλογής τους. Θεωρούν ότι το ζήτημα της υπερδιαστασιολόγησης της ισχύος θα λυθεί με τη ρύθμιση της φωτεινή ροής (dimming).

Αυτή όμως η επιλογή εγκυμονεί σημαντικά αρνητικά ζητήματα σε βάθος χρόνου: Ο power factor του φωτιστικού σώματος θα είναι πάντα σε χαμηλά επίπεδα, και σε ακόμα χαμηλότερα αν υπάρχει ρύθμιση dimming, οπότε θα δημιουργούνται ηλεκτρικές διαταραχές στο δίκτυο.

Επιπλέον, ο ενεργειακός κανονισμός αναφέρει ρητά πως ο ενεργειακός έλεγχος πραγματοποιείται στην ονομαστική ισχύ του φωτιστικού. Αυτό διότι, για παράδειγμα, όταν αναλάβει ο συντηρητής της εγκατάστασης τον έλεγχο των φωτιστικών σωμάτων, αυτά είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα επανέλθουν στο 100% σε βάθος χρόνου. Η επαναρύθμιση δεν θα πραγματοποιείται αφού ο «πωλητής – μελετητής» θα χρεώνει την επαναρύθμιση των φωτιστικών σωμάτων, και έτσι ο συντηρητής θα αδιαφορεί. Με αυτό το τρόπο θα είναι ζήτημα χρόνου να υπάρξουν παράπονα θάμβωσης και υπερφωτισμού από τους χρήστες.

Στο «διάβασμα» των τεχνικών προδιαγραφών ελλοχεύουν και άλλοι κίνδυνοι για έναν άπειρο μελετητή.

Πρώτον, δημιουργείται σύγχυση στην επιλογή της δέσμης φωτισμού, αφού υπάρχει τεράστια διαφορά στο πώς καθορίζεται η δέσμη από τα πρότυπα και στο πώς την αντιλαμβάνεται ο μελετητής.

Δεύτερον, αντί για τις διαστάσεις του ανοίγματος της ψευδοροφής, δίνεται η διάσταση του πλαισίου του φωτιστικού σώματος.

Τρίτον, επιλέγονται φωτιστικά σώματα με ακατάλληλες προδιαγραφές διάρκειας ζωής, αφού ο μελετητής εστιάζει στο χρονικό διάστημα (π.χ. 50.000h) και όχι στο ποσοστό της φωτεινής ροής που θα αποδίδει το φωτιστικό σώμα όταν περάσει αυτό το χρονικό διάστημα (π.χ. L70B50).

Εν κατακλείδι

Σε αυτό το άρθρο αναφερθήκαμε σε παραμέτρους που αφορούν ζητήματα σχεδιασμού που συσχετίζονται με έμμεσο τρόπο με το φωτιστικό σώμα. Ένας μελετητής θα πρέπει να λάβει επιπλέον υπόψη του:

α) Τις τεχνικές προδιαγραφές του ίδιου του φωτιστικού σώματος: φωτεινή απόδοση lm/W, φωτεινή μαρμαρυγή PstLM και SVM, διάρκεια ζωής LxxByy, τήρηση χρωματικής συνέπειας με έλλειψη MacAdam μικρότερη ή ίση τριών βημάτων, συμμόρφωση EMC, LVD κλπ.

β) Τις απαιτήσεις: καθορισμό επιφανειών εργασίας, συντελεστή συντήρησης, συνέπεια στις απαιτήσεις φωτισμού κατά ΕΝ 12464, αποφυγή υπέρβασης επιπέδων φωτισμού περισσότερο του 20% της τιμής στόχου κλπ.

Γίνεται εύκολα αντιληπτό πως ένας μελετητής φωτισμού θα πρέπει να έχει βαθιές γνώσεις, έχοντας αφιερώσει χρόνο στην εκπαίδευσή του και σε έναν μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών φωτισμού, και όχι να βασίζεται σε εμπειρικές τεχνικές.

 

*Ο κ. Λάμπρος Δούλος είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών και Βιώσιμου Σχεδιασμού του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΗΜΟΦΙΛΗ ΑΡΘΡΑ